-
1 гребля
-
2 спорт
1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)* * *мο αθλητισμός, το σπορавтомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία
велосипе́дный спорт — η ποδηλασία
во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ
гребно́й спорт — η κωπηλασία
лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό
-
3 гребля
гребляж ἡ κωπηλασία, τό κουπί:академическая \гребля κωπηλασία μέ ἀουτρίγκερ ἡ σκίφφ. -
4 гребной
гребн||ойприл κωπηλατικός:\гребнойы́е гонки οἱ κωπηλατικοί ἀγώνες, οἱ λεμβοδρομίες· \гребной спорт ἡ κωπηλασία, τό κουπί· \гребной винт мор. ὀ ἕλιξ (τοῦ ἀτμοπλοίου), ἡ ἑλικα (τοῦ ἀτμοπλοίου). -
5 спорт
спортм ὁ ἀθλητισμός, τό σπορ:велосипедный \спорт ἡ ποδηλασία· гребной \спорт ἡ κωπηλασία· лыжный \спорт τό σκί, ἡ χιονοδρομία· парусный \спорт οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· любитель \спорта ὁ φίλαθλος. -
6 гребля
[γκριέμπλγια] οοσ. θ. κωπηλασία -
7 гребля
[γκριέμπλγια] ουσ θ κωπηλασία -
8 взмах
-а α.κίνηση, κούνημα προς τα πάνω•взмах руки το κούνημα του χεριού προς τα πάνω•
взмах крыльев το φτερούγισμα•
взмах весел το ανασήκωμα των κουπιών (κατά την κωπηλασία), κωπηλάτημα.
-
9 гребля
-и θ.1. κωπηλασία, τράβηγμα κουπιού.2. συσσώρευση.3. (απλ.) επιχωμάτωση. || φράγμα. -
10 гребной
επ.1. κωπηλατικός•гребной спорт κωπηλασία.
2. κωπήλατος, κωπήρης•-ое судно κωπήλατο σκάφος.
3. ωθητικός, κινητήριος•гребной вал ο άξονας του έλικα•
гребной винт έλικας πλοίου, ο προωστήρας.
-
11 перегрести
-гребу, -гребшь, παρλθ. χρ. перегрб-гребла, -лоρ.σ.μ.1. συσσωρεύω, με την αρπάγη.2. συσσωρεύω όλο ή πολύ•перегрести всё сено συσσωρεύω με την αρπάγη όλο το χόρτο.
3. ξεπερνώ στην κωπηλασία. -
12 спорт
-а α.αθλητισμός, σπορ, άθλημα•лыжный спорт χιονοδρομία•
велосипедный спорт ποδηλατοδρομία•
гребной спорт κωπηλασία•
парусный спорт ιστιοδρομία•
заниматься -ом ασχολούμαι με τον αθλητισμό•
водный спорт ναυταθλισμάς.
-
13 шабаш
-а κ. -а α.1. (шабаш) το Σάββατο σαν μέρα αργίας (στους Εβραίους).2. συγκέντωση νυχτερινή των μαγισσών (το μεσαίωνα). || μτφ. όργιο, ανήθικες πράξεις.3. το τέλος της δουλειάς• ανάπαυλα.4. ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, σταμάτα, τέλος.(ναυτ.) σταματάτε την κωπηλασία (παράγγελμα).
См. также в других словарях:
κωπηλασία — κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc/acc dual κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίᾳ — κωπηλασίᾱͅ , κωπηλασία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek
κωπηλασία — η τράβηγμα του κουπιού, κίνηση πλοίου με τα κουπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωπηλασίας — κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem acc pl κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαν — κωπηλασίᾱν , κωπηλασία rowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαις — κωπηλασία rowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίη — κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπηλασία — η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης] 1. το τράβηγμα τού κουπιού 2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους 2.… … Dictionary of Greek
υπειρεσία — ἡ, Α κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰρεσία «κωπηλασία». Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.] … Dictionary of Greek
φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek