Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κωπηλασία

  • 1 гребля

    гребля ж η κωπηλασία
    * * *
    ж
    η κωπηλασία

    Русско-греческий словарь > гребля

  • 2 спорт

    1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)
    * * *
    м
    ο αθλητισμός, το σπορ

    автомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία

    велосипе́дный спорт — η ποδηλασία

    во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ

    гребно́й спорт — η κωπηλασία

    лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι

    па́русный спорт — η ιστιοπλοία

    занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό

    Русско-греческий словарь > спорт

  • 3 гребля

    гребля
    ж ἡ κωπηλασία, τό κουπί:
    академическая \гребля κωπηλασία μέ ἀουτρίγκερ ἡ σκίφφ.

    Русско-новогреческий словарь > гребля

  • 4 гребной

    гребн||ой
    прил κωπηλατικός:
    \гребнойы́е гонки οἱ κωπηλατικοί ἀγώνες, οἱ λεμβοδρομίες· \гребной спорт ἡ κωπηλασία, τό κουπί· \гребной винт мор. ὀ ἕλιξ (τοῦ ἀτμοπλοίου), ἡ ἑλικα (τοῦ ἀτμοπλοίου).

    Русско-новогреческий словарь > гребной

  • 5 спорт

    спорт
    м ὁ ἀθλητισμός, τό σπορ:
    велосипедный \спорт ἡ ποδηλασία· гребной \спорт ἡ κωπηλασία· лыжный \спорт τό σκί, ἡ χιονοδρομία· парусный \спорт οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· любитель \спорта ὁ φίλαθλος.

    Русско-новогреческий словарь > спорт

  • 6 гребля

    [γκριέμπλγια] οοσ. θ. κωπηλασία

    Русско-греческий новый словарь > гребля

  • 7 гребля

    [γκριέμπλγια] ουσ θ κωπηλασία

    Русско-эллинский словарь > гребля

  • 8 взмах

    α.
    κίνηση, κούνημα προς τα πάνω•

    взмах руки το κούνημα του χεριού προς τα πάνω•

    взмах крыльев το φτερούγισμα•

    взмах весел το ανασήκωμα των κουπιών (κατά την κωπηλασία), κωπηλάτημα.

    Большой русско-греческий словарь > взмах

  • 9 гребля

    θ.
    1. κωπηλασία, τράβηγμα κουπιού.
    2. συσσώρευση.
    3. (απλ.) επιχωμάτωση. || φράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > гребля

  • 10 гребной

    επ.
    1. κωπηλατικός•

    гребной спорт κωπηλασία.

    2. κωπήλατος, κωπήρης•

    -ое судно κωπήλατο σκάφος.

    3. ωθητικός, κινητήριος•

    гребной вал ο άξονας του έλικα•

    гребной винт έλικας πλοίου, ο προωστήρας.

    Большой русско-греческий словарь > гребной

  • 11 перегрести

    -гребу, -гребшь, παρλθ. χρ. перегрб
    -гребла, -ло
    ρ.σ.μ.
    1. συσσωρεύω, με την αρπάγη.
    2. συσσωρεύω όλο ή πολύ•

    перегрести всё сено συσσωρεύω με την αρπάγη όλο το χόρτο.

    3. ξεπερνώ στην κωπηλασία.

    Большой русско-греческий словарь > перегрести

  • 12 спорт

    α.
    αθλητισμός, σπορ, άθλημα•

    лыжный спорт χιονοδρομία•

    велосипедный спорт ποδηλατοδρομία•

    гребной спорт κωπηλασία•

    парусный спорт ιστιοδρομία•

    заниматься -ом ασχολούμαι με τον αθλητισμό•

    водный спорт ναυταθλισμάς.

    Большой русско-греческий словарь > спорт

  • 13 шабаш

    κ.α.
    1. (шабаш) το Σάββατο σαν μέρα αργίας (στους Εβραίους).
    2. συγκέντωση νυχτερινή των μαγισσών (το μεσαίωνα). || μτφ. όργιο, ανήθικες πράξεις.
    3. το τέλος της δουλειάς• ανάπαυλα.
    4. ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, σταμάτα, τέλος.
    (ναυτ.) σταματάτε την κωπηλασία (παράγγελμα).

    Большой русско-греческий словарь > шабаш

См. также в других словарях:

  • κωπηλασία — κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc/acc dual κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίᾳ — κωπηλασίᾱͅ , κωπηλασία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία — η τράβηγμα του κουπιού, κίνηση πλοίου με τα κουπιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωπηλασίας — κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem acc pl κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίαν — κωπηλασίᾱν , κωπηλασία rowing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίαις — κωπηλασία rowing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίη — κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπηλασία — η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης] 1. το τράβηγμα τού κουπιού 2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπειρεσία — ἡ, Α κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰρεσία «κωπηλασία». Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.] …   Dictionary of Greek

  • φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»